ὀνοθήρας

ὀνοθήρας
ὀνοθήρᾱς , ὀνοθήρας
oleander
masc acc pl
ὀνοθήρᾱς , ὀνοθήρας
oleander
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ονοθήρας — ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α) το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα] …   Dictionary of Greek

  • ὀνοθήρα — ὀνοθήρᾱ , ὀνοθήρας oleander masc nom/voc/acc dual ὀνοθήρᾱ , ὀνοθήρας oleander masc voc sg (attic) ὀνοθήρᾱ , ὀνοθήρας oleander masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • ονάγρα — η (ΑΜ ὀνάγρα) το φυτό ροδοδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)] …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • ὀνοθήραν — ὀνοθήρᾱν , ὀνοθήρας oleander masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”